Εκείνο το πρωί της άνοιξηςη μάνα μου με ξεπροβόδισε ως το ποτάμι
και χαϊδεύοντας την πλάτη μου
με το χλωρό κλωνάρι της ευχής της,
μ' άφησε να περάσω απέναντι,
στην άλλη όχθη των δακρύων της .
Από τότε το ίδιο ποτάμι
δεν το ξαναπέρασα ποτέ .
Σκοτώθηκα στις μάχες όλες,
όμως η μάνα μου με βλέπει ακόμα να επιστρέφω
πάνω στην επιφάνεια των πραγμάτων .
Για την μάνα μου κάτω απ' την γης όλα είναι όμοια
όπως τα μόρια του σκοταδιού .
Εκεί δεν υπάρχουν σύνορα και πατρίδες,
πουθενά εχθροί και φίλοι,
ουρανοί και θάλασσες της οικουμένης .
Μέσα στα κόκκαλα δεν υπάρχει ελευθερία
αν δεν τρέφεται με το μεδούλι των ερώτων
κάθε που το περνά το ρίγος της ηδονής των αστεριών .
Έτσι η μάνα μου με βλέπει να επιστρέφω μόνο
απάνω στο πετσί της γης, μέσα στον κόσμον όλο .
Κάθε που τα βλέφαρά της τρεμουλιάζουν,
είναι που βλέπει ακόμα εκείνο το ποτάμι
να 'χει νεκρώσει την ροή του,
κι εγώ, ο άγνωστος στρατιώτης,
κι όμως γνωστός όσο κι ο θάνατος,
να περνώ τα ίδια μόρια του νερού αμέτρητες φορές,
σε πείσμα της σοφίας των αιώνων .
Γιάννης Καραβίδας
Σπορά στην άσφαλτο 2001